( Ένα ποίημα του Λάμπρου Πορφύρα, που γεννήθηκε στη Χίο. Ποτισμένος από Θάλασσα,
αφού η ζωή του ήταν πάντα κοντά της. )
<< Ο κεραυνός με τη φωτιά στο σκοτεινό το θόλο
γράφει μια προσταγή :
Να σπάζουνε τα κύματα στο γκρεμισμένο μόλο
με λυσσασμένη οργή.
Δεν αρμενίζει τίποτε στο στοιχειωμένο αγέρα
και στα θολά νερά.
Μόνο ένας γλάρος που πετά προς τη φωλιά του πέρα
λάμνει τ' άσπρα φτερά.
Δειλή ψυχή, που κάποτε κι εσένα συγκινούσε
μέσα στη τρικυμία.
Το κυπαρίσσι πούγερνε στο χώμα και βογγούσε
για λίγη απανεμιά.
Δεν είχες νιώσει ακόμα εσύ πόσο κι ο άγριος γλάρος
σου μοιάζει γι' αδερφός.
Λευκός στη μπόρα υψώνεται και δεν τον νοιάζει ο χάρος
λευκός σαν Άγιο Φως... >>
Υ.Γ. Για την αγάπη μου για τους γλάρους... γι' αυτά τα υπέροχα πουλιά, που πετούν περισσότερο για την ευχαρίστησή τους... για το αγέρωχο πέταγμά τους που μου κλέβει τη ματιά...